ατοιχοκόλλητος


ατοιχοκόλλητος
Προφορά

Ετυμολογία
ατοιχοκόλλητος ἀ στερητικό + τοιχοκολλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατοιχοκόλλητος -η, -ο

✦ που δεν έχει τοιχοκολληθεί

Συνώνυμα

Αντίθετα
τοιχοκολλημένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.