ατλαζένιος


ατλαζένιος
Προφορά

Ετυμολογία
ατλαζένιος ατλάζι

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατλαζένιος -ια, -ιο

✦ ο κατασκευασμένος από ατλάζι ή ο στιλπνός σαν ατλάζι: ατλαζένιο φόρεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.