ατημέλητος
Προφορά
Ετυμολογία
ατημέλητος αρχαία ελληνική ἀτημέλητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ατημέλητος -η, -ο
✦ απεριποίητος, που δε φροντίζει για την εμφάνισή του: με ξέμπλεκα μαλλιά, ατημέλητη καθώς ήτανε, φαινότανε μεγαλύτερη από την ηλικία της (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευπρεπισμένος, περιποιημένος
Επιρρήματα
ατημέλητα (Κ ατημελήτως)