ατηγάνητος


ατηγάνητος
Προφορά

Ετυμολογία
ατηγάνητος ἀ στερητικό + τηγανίζω

Ερμηνεία
ατηγάνητος

✦ κ. ατηγάνητος, -η, -ο επίθ. που δεν έχει τηγανιστεί: τα ψάρια είναι ακόμα ατηγάνιστα

Συνώνυμα

Αντίθετα
τηγανισμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.