ατεχνούργητος


ατεχνούργητος
Προφορά

Ετυμολογία
ατεχνούργητος ἀ στερητικό + τεχνουργώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατεχνούργητος -η, -ο

✦ αυτός που δεν τεχνουργήθηκε, που δεν είναι περίτεχνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.