ατεχνολόγητος


ατεχνολόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
ατεχνολόγητος μεταγενέστερη ελληνική ἀτεχνολόγητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατεχνολόγητος -η, -ο

✦ ο μη τεχνητός, απέριττος, ανεπιτήδευτος: προβάλλει ως μοντέλο ποιητικής… την αναζήτηση της φυσικής, ατεχνολόγητης ομορφιάς (Δ.Ν. Μαρωνίτης)
✦ αυτός που δεν έχει αναλυθεί γραμματικώς: ατεχνολόγητα κείμενα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.