ατερμοσύνη


ατερμοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
ατερμοσύνη ατέρμων, -ονος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατερμοσύνη

✦ η ιδιότητα του ατέρμονος, το να μην έχει κάτι αρχή και τέλος, απεραντοσύνη: ήταν και κείνος (ο ουρανός) απέραντος σαν τη θάλασσα… δίχως τέλος. Πιασμένος μες στη διπλή ατερμοσύνη τους… (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.