ατενίζω


ατενίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ατενίζω αρχαία ελληνική ἀτενίζω

Ερμηνεία
ρήμα ατενίζω

✦ καρφώνω το βλέμμα μου κάπου, παρατηρώ κάτι με προσοχή: την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα (Κ. Καβάφης)
✦ (γεν.) βλέπω
(μτφ. ) αντιμετωπίζω
(μτφ. ) στρέφω το ενδιαφέρον μου, τις προσπάθειές μου σε κάτι, αποβλέπω: οι αγρότες ατενίζουν προς ένα καλύτερο μέλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.