ατελεύτητος


ατελεύτητος
Προφορά

Ετυμολογία
ατελεύτητος αρχαία ελληνική ἀτελεύτητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατελεύτητος -η, -ο

✦ ο χωρίς τέλος, ατελείωτος, άπειρος: ατελεύτητο κυμάτισμα του γιαλού (Γ. Θεοτοκάς) – μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι, αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι (Οδ. Ελύτης)
✦ ασυμπλήρωτος, ημιτελής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ατελεύτητα (Κ ατελευτήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.