ατελεκτασία


ατελεκτασία
Προφορά

Ετυμολογία
ατελεκτασία ατελής + έκτασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατελεκτασία

(ιατρ.) ατελής ανάπτυξη των πνευμόνων νεογέννητου
✦ πάθηση κατά την οποία οι πνεύμονες λόγω ειδικών αναπνευστικών διαταραχών, δεν έχουν πλέον την ικανότητα να γεμίζουν αέρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.