ατελείωτος


ατελείωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ατελείωτος μεταγενέστερη ελληνική ἀτελείωτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ατελείωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει τέλος
✦ ανεξάντλητος
✦ όχι τελειωμένος, ασυμπλήρωτος

Συνώνυμα
ατέρμων, απέραντος ,ημιτελής
Αντίθετα

Επιρρήματα
ατελείωτα (Κ ατελειώτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.