ατελέσφορος


ατελέσφορος
Προφορά

Ετυμολογία
ατελέσφορος μεταγενέστερη ελληνική ἀτελεσφόρητος

Ερμηνεία
ατελέσφορος

✦ κ. ατελεσφόρητος, -η, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο χωρίς αποτέλεσμα, μάταιος, άκοπος: όλα τα μέτρα που εφαρμόστηκαν, αποδείχτηκαν ατελέσφορα – είναι μια από τις αναζητήσεις εκείνες τις συνειδητά άσκοπες, τις ατελεσφόρητες (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
τελεσφόρος, αποτελεσματικός
Επιρρήματα
ατελέσφορα (Κ ατελεσφορήτως κ.ατελεσφόρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.