ατεκνία


ατεκνία
Προφορά

Ετυμολογία
ατεκνία αρχαία ελληνική ἀτεκνία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ατεκνία

✦ η έλλειψη παιδιών ή η αδυναμία να αποκτήσει κανείς παιδιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.