ατείχιστος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ατείχιστοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/ατείχιστος.mp3Ετυμολογίαατείχιστος ἀ στερητικό + τειχίζω Ερμηνεία└επίθετο┘ ατείχιστος -η, -ο ✦ ο μη περιβαλλόμενος από προστατευτικό τείχος: ατείχιστη πόλη (η ανοχύρωτη) Συνώνυμα–ΑντίθετατειχισμένοςΕπιρρήματα–