ατέλεια
Προφορά
Ετυμολογία
ατέλεια αρχαία ελληνική ἀτέλεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ατέλεια
✦ έλλειψη τελειότητας
✦ μειονέκτημα, ελλάτωμα: όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια; (Κ. Καβάφης)
✦ απαλλαγή από φόρο ή δασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εντέλεια
Επιρρήματα
–