ασύχαστος


ασύχαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασύχαστος ἀ στερητικό + ησυχάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασύχαστος -η, -ο

✦ που δεν ησυχάζει, που είναι διαρκώς σε δράση ή κίνηση
(μτφ. ) αδιάκοπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασύχαστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.