ασύστολος


ασύστολος
Προφορά

Ετυμολογία
ασύστολος ἀ στερητικό + συστέλλω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασύστολος -η, -ο

✦ που γίνεται ή λέγεται χωρίς ντροπή: ασύστολο ψέμα

Συνώνυμα
αδιάντροπος, ξετσίπωτος
Αντίθετα

Επιρρήματα
ασύστολα (Κ ασυστόλως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.