ασύρματος


ασύρματος
Προφορά

Ετυμολογία
ασύρματος ἀ στερητικό + σύρμα

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασύρματος -η, -ο

✦ αυτός που εκπέμπει και λαμβάνει σήματα, όχι μέσω αγωγού, αλλά με διάδοση στο χώρο ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: ασύρματη επικοινωνία
✦ ο ασύρματος ως ουσ., είδος τηλεγράφου, που λειτουργεί με ερτζιανά κύματα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ενσύρματος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.