ασύντριπτος


ασύντριπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασύντριπτος αρχαία ελληνική ἀσύντριπτος

Ερμηνεία
ασύντριπτος

✦ κ. ασύντριφτος, -η, -ο επίθ. (Κ -πτος, -ος, -ον) (για πράγμ.) αυτός που δεν υπέστη συντριβή, φθορά ή δεν υπόκειται σε φθορά
✦ (για πρόσ.) που δεν εξουθενώθηκε, δεν καταπονήθηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.