ασύναπτος


ασύναπτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασύναπτος αρχαία ελληνική ἀσύναπτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασύναπτος -η, -ο

✦ που δεν έχει συνδεθεί ή συσχετισθεί προς άλλον
✦ που δεν συμφωνήθηκε, ο μη συνομολογημένος: ασύναπτο δάνειο – ασύναπτη σύμβαση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.