ασύμβατος


ασύμβατος
Προφορά

Ετυμολογία
ασύμβατος αρχαία ελληνική ἀσύμβατος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασύμβατος -η, -ο

✦ που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος
✦ που δεν κυρώθηκε με σύμβαση
✦ (μαθημ.) ασύμβατες ευθείες, οι ευθείες που δε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο
✦ (φαρμ.) ασύμβατα φάρμακα, που η ενέργεια και οι ιδιότητές τους δε συμβιβάζονται ή ανταγωνίζονται και εξουδετερώνονται αμοιβαία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασυμβάτως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.