ασύλληπτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασύλληπτος μεταγενέστερη ελληνική ἀσύλληπτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασύλληπτος -η, -ο
✦ που δεν έχει συλληφθεί ή δεν μπορεί να συλληφθεί: ο δράστης παραμένει ασύλληπτος
✦ (μτφ. ) ο μη αντιληπτός με το νου ή με τις αισθήσεις: έννοια ασύλληπτη
Συνώνυμα
ακατανόητος, αδιανόητος, αφάνταστος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ασύλληπτα (Κ ασυλλήπτως)