ασύδοτος


ασύδοτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασύδοτος ἀ στερητικό + συν + δοτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασύδοτος -η, -ο

✦ ο απαλλαγμένος από φορολογία
(μτφ. ) που ενεργεί ανεξέλεγκτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασύδοτα (Κ ασυδότως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.