ασφαλίτης
Προφορά
Ετυμολογία
ασφαλίτης ασφάλεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ασφαλίτης
✦ θηλ. ασφαλίτισσα υπάλληλος των υπηρεσιών δημόσιας ασφάλειας
✦ πολίτης που συνεργάζεται με τις υπηρεσίες δημόσιας ασφάλειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–