ασφαλής


ασφαλής
Προφορά

Ετυμολογία
ασφαλής αρχαία ελληνική ἀσφαλής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασφαλής -ής, -ές

✦ που δεν κλονίζεται, ασάλευτος, σταθερός: ασφαλής ισορροπία
(μτφ. ) βέβαιος, θετικός, βάσιμος: ασφαλείς πληροφορίες
✦ που παρέχει ασφάλεια, ακίνδυνος: ασφαλής μετακίνηση
✦ που δε διατρέχει κίνδυνο: σ’ αυτήν τη θέση, είμαστε ασφαλείς

Συνώνυμα

Αντίθετα
ασταθής ,αβέβαιος, αόριστος ,ανασφαλής
Επιρρήματα
ασφαλώς, με βεβαιότητα, σίγουρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.