ασφάλιστος


ασφάλιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασφάλιστος ἀ στερητικό + σφαλίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασφάλιστος -η, -ο

✦ που δεν τον σφάλισαν, ανοιχτός, ξεκλείδωτος
✦ ανασφάλιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.