ασφάλιση
Προφορά
Ετυμολογία
ασφάλιση μεσαιωνική ελληνική ἀσφάλισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ασφάλιση
✦ εξασφάλιση, κατοχύρωση
✦ σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης
✦ κοινωνική ασφάλιση, η άμεση ή έμμεση και υπό προϋποθέσεις προσφορά στους εργαζόμενους ή τους απόμαχους της εργασίας διαφόρων παροχών από μέρους της πολιτείας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–