ασφάλεια
Προφορά
Ετυμολογία
ασφάλεια αρχαία ελληνική ἀσφάλεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ασφάλεια
✦ προφύλαξη από σφάλμα, ολίσθημα ή κίνδυνο
✦ έλλειψη κινδύνου, σιγουριά
✦ μέσο που αποτρέπει κίνδυνο (ασφάλεια όπλου, ηλεκτρική ασφάλεια)
✦ εγγύηση
✦ σύμβαση (μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλιζόμενου) με την οποία προβλέπεται αποζημίωση σε περίπτωση φθορών, καταστροφών ή άλλων ατυχημάτων
✦ δημόσια ασφάλεια, η ησυχία και τάξη σε μια χώρα και η εξασφάλισή της
✦ Ασφάλεια, η υπηρεσία της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων που έχει ως έργο τη διατήρηση της εσωτερικής ησυχίας και τάξης και την προστασία των πολιτών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανασφάλεια
Επιρρήματα
–