ασυστολία


ασυστολία
Προφορά

Ετυμολογία
ασυστολία ἀ στερητικό + συστολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ασυστολία

(ιατρ.) έλλειψη καρδιακής συστολής, καρδιακή ανεπάρκεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.