ασυσπείρωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυσπείρωτος ἀ στερητικό + συσπειρώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυσπείρωτος -η, -ο
✦ που δεν έχει συσπειρωθεί μαζί με άλλους γύρω από κάποιον ή κάτι: πολλοί οπαδοί της αριστεράς παραμένουν ασυσπείρωτοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–