ασυρματοφόρος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ασυρματοφόροςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/ασυρματοφόρος.mp3Ετυμολογίαασυρματοφόρος ασύρματος + φέρω Ερμηνεία ασυρματοφόρος ✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που φέρει, που έχει ασύρματο: ασυρματοφόρα οχήματα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–