ασυντόνιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυντόνιστος ἀ στερητικό + συντονίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυντόνιστος -η, -ο
✦ που δεν έχει συντονιστεί, που δεν κουρδίστηκε στον ίδιο τόνο
✦ (μτφ. ) όχι συγχρονισμένος, συνδυασμένος με άλλον: ασυντόνιστες ενέργειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συντονισμένος
Επιρρήματα
ασυντόνιστα (Κ ασυντονίστως)