ασυντρόφευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυντρόφευτος ἀ στερητικό + συντροφεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυντρόφευτος -η, -ο
✦ ο χωρίς σύντροφο ή συντροφιά: περνά τις μέρες του στην ερημιά, ασυντρόφευτος
✦ ο απομακρυσμένος, ξεμοναχιασμένος: τ’ άσπρα σπιτάκια του ένα ένα, σκόρπια, ασυντρόφευτα κι ανάρια (Γ. Δροσίνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συντροφευμένος
Επιρρήματα
ασυντρόφευτα