ασυννέφιαστος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυννέφιαστος ἀ στερητικό + συννεφιάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυννέφιαστος -η, -ο
✦ ο χωρίς σύννεφα: ασυννέφιαστος ουρανός
✦ (μτφ. ) γαλήνιος, αδιατάραχτος: έζησε μια ζωή ασυννέφιαστη
Συνώνυμα
ανέφελος, αίθριος, ξάστερος
Αντίθετα
συννεφιασμένος, νεφελώδης
Επιρρήματα
ασυννέφιαστα