ασυνθηκολόγητος


ασυνθηκολόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
ασυνθηκολόγητος ἀ στερητικό + συνθηκολογώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασυνθηκολόγητος -η, -ο

✦ που δεν έχει συνθηκολογήσει με άλλον
✦ ασυμβίβαστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασυνθηκολόγητα (Κ ασυνθηκολογήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.