ασυνεργία


ασυνεργία
Προφορά

Ετυμολογία
ασυνεργία ἀ στερητικό + συνεργία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ασυνεργία

(ιατρ.) έλλειψη συντονισμού των κινήσεων που συμβάλλουν στην εκτέλεση μιας πράξεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.