ασυνήθιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυνήθιστος ἀ στερητικό + συνηθίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυνήθιστος -η, -ο
✦ όχι εξοικειωμένος με κάτι: ήταν ασυνήθιστος στις κακουχίες
✦ ασυνήθης, αλλόκοτος: ασυνήθιστο ντύσιμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συνηθισμένος
Επιρρήματα
ασυνήθιστα