ασυμφιλίωτος


ασυμφιλίωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασυμφιλίωτος ἀ στερητικό + συμφιλιώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασυμφιλίωτος -η, -ο

✦ που δεν έχει συμφιλιωθεί ή δε δέχεται συμφιλίωση

Συνώνυμα
αφίλιωτος
Αντίθετα
φιλιωμένος
Επιρρήματα
ασυμφιλίωτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.