ασυμμάζευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυμμάζευτος ἀ στερητικό + συμμαζεύω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυμμάζευτος -η, -ο
✦ που δε συμμαζεύτηκε ή δε συμμαζεύεται, ατακτοποίητος, ασυγύριστος: σπίτι ασυμμάζευτο
✦ (για πρόσ.) που δε μαζεύεται, που ζει χωρίς ηθικούς, εθιμικούς ή άλλους περιορισμούς
Συνώνυμα
ασυμμόρφωτος
Αντίθετα
συμμαζεμένος, συμμορφωμένος
Επιρρήματα
ασυμμάζευτα