ασυμβούλευτος


ασυμβούλευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ασυμβούλευτος ἀ στερητικό + συμβουλεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασυμβούλευτος -η, -ο

✦ που ενεργεί χωρίς συμβουλή ή σύμβουλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασυμβούλευτα (Κ ασυμβουλεύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.