ασυμβατότητα
Προφορά
Ετυμολογία
ασυμβατότητα ασύμβατος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ασυμβατότητα
✦ η ιδιότητα του ασύμβατου
✦ (βιολ.) αντίδραση αντιγόνου και αντισώματος
✦ (φαρμ.) βλ. λ. ασύμβατος (ασύμβατα φάρμακα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–