ασυλλόγιστος


ασυλλόγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ασυλλόγιστος αρχαία ελληνική ἀσυλλόγιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ασυλλόγιστος -η, -ο

✦ απερίσκεπτος, αστόχαστος
✦ (για πράξεις) που γίνεται χωρίς περίσκεψη: αδερφούλες μου απρόσεχτες! Τι χορός ασυλλόγιστος είναι αυτός που αρχινήσατε κάτω απ’ τ’ άσπρο φεγγάρι; (Νικηφ. Βρεττάκος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ασυλλόγιστα (Κ ασυλλογίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.