ασυλία
Προφορά
Ετυμολογία
ασυλία αρχαία ελληνική ἀσυλία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ασυλία
✦ η ιδιότητα του ιερού και απαραβίαστου
✦ το δικαίωμα της μη παραβιάσεως τόπου ή της μη συλλήψεως
✦ βουλευτική ασυλία, το δικαίωμα των βουλευτών να μη διώκονται από τις δικαστικές αρχές, να μη συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται χωρίς την άδεια της Βουλής
✦ διπλωματική ασυλία, ειδικά προνομιακά δικαιώματα του προσωπικού που ανήκει στο διπλωματικό σώμα και εργάζεται στο εξωτερικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–