ασυδοσία


ασυδοσία
Προφορά

Ετυμολογία
ασυδοσία ασύδοτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ασυδοσία

✦ απαλλαγή από φορολογία
✦ ανεξέλεγκτη ελευθερία λόγων ή πράξεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.