ασυγχρόνιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυγχρόνιστος ἀ στερητικό + συγχρονίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυγχρόνιστος -η, -ο
✦ όχι συγχρονισμένος: ασυγχρόνιστες κινήσεις
✦ (μτφ. ) απροσάρμοστος στο πνεύμα της εποχής του, οπισθοδρομικός: τώρα οι νέες ιδέες ήταν πολύ της μόδας κι όποιος δεν τις ακολουθούσε κινδύνευε να φανεί ασυγχρόνιστος (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συγχρονισμένος, μοντέρνος
Επιρρήματα
ασυγχρόνιστα (Κ ασυγχρονίστως)