ασυγχρονισμός


ασυγχρονισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ασυγχρονισμός ἀ στερητικό + συγχρονισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ασυγχρονισμός

✦ η έλλειψη συγχρονισμού, αδυναμία προσαρμογής στις σύγχρονες αντιλήψεις και ιδέες
✦ έλλειψη συμφωνίας, συμπτώσεως, ενεργειών, κινήσεων, καταστάσεων κτλ.: ο ασυγχρονισμός της φύσης και του ανθρώπου έφερε τον ασυγχρονισμό της ψυχής και του σώματος (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.