ασυγκράτητος
Προφορά
Ετυμολογία
ασυγκράτητος ἀ στερητικό + συγκρατώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ασυγκράτητος -η, -ο
✦ που δε συγκρατείται: ασυγκράτητο κλάμα
✦ που δεν αναχαιτίζεται, ακράτητος: κι ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συγκρατημένος
Επιρρήματα
ασυγκράτητα (Κ ασυγκρατήτως)