αστροφυσική


αστροφυσική
Προφορά

Ετυμολογία
αστροφυσική └θηλ┘ του επιθέτου αστροφυσικός• από το └αγγλ┘astrophysics

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αστροφυσική

✦ επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση των ουρανίων σωμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.