αστρατολόγητος


αστρατολόγητος
Προφορά

Ετυμολογία
αστρατολόγητος ἀ στερητικό + στρατολογώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αστρατολόγητος -η, -ο

✦ που δε στρατολογήθηκε, αστράτευτος

Συνώνυμα

Αντίθετα
στρατολογημένος
Επιρρήματα
αστρατολόγητα (Κ αστρατολογήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.