αστραπόβροντο
Προφορά
Ετυμολογία
αστραπόβροντο μεσαιωνική ελληνική ἀστραπόβροντο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αστραπόβροντο
✦ θύελλα που συνοδεύεται από αστραπές και βροντές: δίχως αστραπόβροντα κι ανεμικές και μπόρες (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–